κελαδήτις

κελαδήτις
κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφ-ήτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κελαδῆτιν — κελαδῆτις loud sounding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”